ἀστεισμοῦ

ἀστεισμοῦ
ἀστεισμός
wit
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • παιγνικός — παιγνικός, ή, όν (ΑΜ) [παίγνιον] μσν. αυτός που προσφέρεται για ψυχαγωγία αρχ. αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς. Επίρ. παιγνικῶς (Μ) 1. με παιγνιώδη τρόπο 2. χάριν αστεΐσμού …   Dictionary of Greek

  • παικτικός — παικτικός, ή, όν (Α) [παικτός] 1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια 2. περιπαικτικός, περιγελαστικός 3. το ουδ. ως ουσ. τό παικτικόν η φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα. επίρρ... παικτικῶς (Μ) αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού …   Dictionary of Greek

  • παικτός — παικτός, ή, όν (ΑΜ) [παίζω] 1. αυτός με τον οποίο μπορεί να παίξει κάποιος, αυτός που μπορεί να γίνεται αντικείμενο αστεϊσμού 2. παροιμ. φρ. «παίζει ἐν οὐ παικτοῑς» α) γελοιοποιεί τα πολύ σοβαρά β) παραγνωρίζει τον κίνδυνο που διατρέχει, παίρνει… …   Dictionary of Greek

  • ρεφενηδόν — Ν επίρρ. με ρεφενέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεφενές + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν). Το επίρρ. σχηματίστηκε χάριν αστεϊσμού] …   Dictionary of Greek

  • σκαρώνω — και εσχαρώνω Ν [σκαρί / εσχάριο] 1. (ναυπ.) αρχίζω τη ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια, βάζω πλοίο στα σκαριά 2. σχεδιάζω κάτι ή έχω υπό εκτέλεση ένα έργο 3. φρ. α) «μού σκάρωσαν μια δουλειά» επινόησαν κάτι σε βάρος… …   Dictionary of Greek

  • σκώμμα — το / σκῶμμα, ώμματος, ΝΜΑ [σκώπτω] πειρακτικός λόγος, εμπαιγμός, αστεϊσμός αρχ. φρ. α) «ἐν σκώμματος μέρει» χάριν αστεϊσμού (Αισχίν.) β) «σκῶμμα παρὰ γράμμα» λογοπαίγνιο (Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεπιθέτης — ὁ, Α [συνεπιτίθεμαι] 1. αυτός που συνεργεί σε επίθεση εναντίον κάποιου 2. (σε επιστολή χάριν αστεϊσμού) ύπουλος άνθρωπος («προσαγορεύω τὰ τέκνα σου... καὶ Ἀσάειν τὸν συνεπιθέτην», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • υλακόμωρος — ον, ΜΑ αυτός που διαρκώς γαβγίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακή «γάβγισμα», τ. σχηματισμένος πιθ. χάριν αστεϊσμού κατά τα ἐγχεσί μωρο, ἰό μωροι*] …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”